- προμεσουράνημα
- προμεσουράνημαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμεσουράνημα — ήματος, τὸ, Α [μεσουράνημα] αστρολ. ονομασία τού ένατου τόπου … Dictionary of Greek